αστεροπληθής

αστεροπληθής
ης, ες см. αστεροβριθής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αστεροπληθής" в других словарях:

  • αστεροπληθής — ἀστεροπληθής, ές (Α) ο γεμάτος άστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληθής < πλήθος < πίμπλημι] …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροπληθές — ἀστεροπληθής full of stars masc/fem voc sg ἀστεροπληθής full of stars neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοπληθής — ( ούς), ές ο ανθρακοβριθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πληθής < πλήθος < πίμπλημι (πρβλ. γυναικοπληθής, αεροπληθής, αστεροπληθής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»